Οδηγός ΤΒ: Κεφάλαιο 4.4 (αναλυτική έκδοση)

Φραγμοί

Οι «φραγμοί» (αγγλ. barriers) αφορούν οτιδήποτε θέτει φραγμό στην «πρόσβαση», δηλαδή στην αυτόνομη και ισότιμη συμμετοχή, των ατόμων με αναπηρία σε κοινωνικές δραστηριότητες. Οι φραγμοί μπορεί να είναι θεσμικοί, φυσικοί, αρχιτεκτονικοί, ιδεολογικοί (π.χ. στάσεις, αντιλήψεις, προκαταλήψεις, συμπεριφορές) και να εντοπίζονται στην επικοινωνία, στην πληροφόρηση, στην τεχνολογία, στις πρακτικές, στις διαδικασίες κ.λπ.

(i) Παραδείγματα φραγμών (ανά είδος) στον τομέα της εργασίας & απασχόλησης

  • Θεσμικοί, οι οποίοι εντοπίζονται σε νόμους, προεδρικά διατάγματα, εγκυκλίους που δημιουργούν διακρίσεις και αποκλεισμούς σε βάρους του συνόλου των ατόμων με αναπηρία ή σε βάρος συγκεκριμένων κατηγοριών αναπηρίας ή που μπορεί να λειτουργούν ως αντικίνητρα για την ένταξή τους στην εργασία (π.χ. η αρτιμέλεια ως κριτήριο διορισμού, η κατάργηση του επιδόματος αναπηρίας σε όλα τα άτομα με αναπηρία σε περίπτωση απασχόλησης, με εξαίρεση του τυφλούς και τα άτομα με κινητική αναπηρία κ.λπ.).
  • Φυσικοί, οι οποίοι αφορούν σε αντικείμενα που ενσωματώνονται στους χώρους εργασίας (π.χ. πόρτες, παράθυρα, ανελκυστήρες, έπιπλα κ.λπ.) και είναι τοποθετημένα είτε με τρόπο που δυσκολεύουν την κίνηση των ατόμων με αναπηρία είτε σε τέτοιο ύψος που δεν μπορούν να τα προσεγγίσουν εργαζόμενοι - χρήστες αναπηρικού αμαξιδίου κ.λπ.
  • Αρχιτεκτονικοί, οι οποίοι αφορούν τόσο στον σχεδιασμό των κτιρίων στους οποίους στεγάζονται οι χώροι εργασίας όσο και στους χώρους γύρω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις της επιχείρησης ή του οργανισμού ή της υπηρεσίας κ.λπ. (π.χ. πάρκινγκ), στην ποιότητα των υλικών που έχουν χρησιμοποιηθεί (π.χ. ολισθηρά δάπεδα), στις διαστάσεις και στο σχήμα των χώρων εργασίας (π.χ. γραφεία μικρού μεγέθους στα οποία δεν μπορεί να κινηθεί ένας εργαζόμενος χρήστης αναπηρικού αμαξιδίου, πολύπλοκη διαρρύθμιση των χώρων που δεν είναι εύκολα αντιληπτή από ένα άτομο τυφλό άτομο ή άτομο με πρόβλημα όρασης ή με πρόβλημα αντίληψης) κ.λπ.
  • Ιδεολογικοί (συμπεριφορικοί), οι οποίοι αφορούν σε στάσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές που επιφέρουν διάκριση, προσβολή και άνιση μεταχείριση σε βάρος των ατόμων με αναπηρία (π.χ. εργοδότες, στελέχη διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και προσωπάρχες που δεν προσλαμβάνουν άτομα με αναπηρία επειδή πιστεύουν ότι δεν διαθέτουν τις απαραίτητες ικανότητες/δεξιότητες ή επειδή θεωρούν ότι η πρόσληψή τους θα δημιουργήσει πρόβλημα στους υπόλοιπους εργαζόμενους και θα διαταράξει το ομαλό εργασιακό κλίμα κ.λπ.).
  • Πληροφοριακοί/Επικοινωνιακοί, που σχετίζονται με την πληροφόρηση και την επικοινωνία εξαιτίας της γλώσσας, της αναποτελεσματικότητας του περιεχομένου και απουσίας προσβάσιμων μέσων (π.χ. απουσία πρόβλεψης κειμένων σε εναλλακτικές μορφές, όπως σε γραφή Braille, σε ηλεκτρονική μορφή ή μετατροπή του ήχου σε εικόνα κ.λπ.) και επικοινωνίας (π.χ. έλλειψη διερμηνείας στη νοηματική γλώσσα).
  • Τεχνολογικοί, που σχετίζονται με την τεχνολογία (π.χ. μη προσβάσιμοι μηχανισμοί, συσκευές, υλικό-λογισμικό, δεδομένα, κ.λπ.).
  • Κανονιστικοί, που αφορούν πολιτικές, διαδικασίες κ.λπ. και αποκλείουν τα άτομα με αναπηρία (π.χ. διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων για την επιλογή εργαζομένων δίχως πρόβλεψη προφορικών εξετάσεων για τους τυφλούς υποψηφίους και τους υποψηφίους με περιορισμούς όρασης κ.λπ.).

Η διασφάλιση της πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία προϋποθέτει τον εντοπισμό των φραγμών σε όλους τους τομείς και την άρση αυτών. Φραγμοί μπορεί να προκαλούνται από «εμπόδια προσβασιμότητας», από «διακρίσεις» και από την απουσία «εναλλακτικών λύσεων», κ.ά.

Πρόσβαση

Με τον όρο «πρόσβαση» (αγγλ. «access») νοείται η παροχή της δυνατότητας συμμετοχής όλων των πολιτών - συμπεριλαμβανομένης και της ισότιμης συμμετοχής των ατόμων με αναπηρία - σε όλους τους τομείς των κοινωνικών δραστηριοτήτων (π.χ. στην παραγωγική διαδικασία στο σύνολό της, στην εκπαίδευση, στις πολιτιστικές δραστηριότητες, στον αθλητισμό κ.λπ.) και ως εκ τούτου στις υποδομές, υπηρεσίες, διαδικασίες και αγαθά που σχετίζονται με αυτούς. Η «πρόσβαση» είναι έννοια ευρύτερη της «προσβασιμότητας». Η «πρόσβαση» αναφέρεται σε δικαίωμα ενώ η «προσβασιμότητα» σε χαρακτηριστικό. Για παράδειγμα, υπάρχει περίπτωση θεσμικά να κατοχυρώνεται η πρόσβαση για τα άτομα με αναπηρία (ως δικαίωμα), αλλά λόγω απουσίας προσβασιμότητας ή άλλων φραγμών (π.χ. οικονομικής φύσης) να ακυρώνεται στην πράξη.

(!) Ο όρος «διαβαθμισμένη πρόσβαση» υποδεικνύει την ύπαρξη ενός κανονιστικού πλαισίου που καθορίζει/ρυθμίζει ξεχωριστά δικαιώματα πρόσβασης -είτε ατομικά είτε ομαδικά- για διαφορετικούς χρήστες/ρόλους.

Η «μη διάκριση» και «προσβασιμότητα», σε όλες τις εκφάνσεις τους (καθολικός σχεδιασμός, εύλογες προσαρμογές, κ.λπ.), αποσκοπούν στη διασφάλιση της ισότιμης συμμετοχής των ατόμων με αναπηρία, δηλαδή στην «πρόσβαση», και υπό αυτήν την έννοια αποτελούν εργαλεία για την επίτευξή της.

(i) Παράδειγμα: Για την επίτευξη του στόχου της «πρόσβασης» των ατόμων με αναπηρία στην εργασία και την απασχόληση, τα μέτρα άρσης των διακρίσεων και βελτίωσης της προσβασιμότητας πρέπει να είναι οριζόντια -δηλαδή να αφορούν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (π.χ. το δομημένο περιβάλλον, τις μεταφορές, την εκπαίδευση, την κατάρτιση, τη δια βίου μάθηση, την κοινωνία της πληροφορίας κ.λπ.)- και στοχευμένα.

Διακρίσεις

Με τον όρο «διάκριση» (αγγλ. discrimination) νοείται:

  • η διαφορετική αντιμετώπιση ανθρώπων που βρίσκονται σε παρόμοια θέση και
  • η όμοια αντιμετώπιση ανθρώπων που βρίσκονται σε διαφορετική θέση.

(i) Η «αρχής της μη διάκρισης» ταυτίζεται με την αρχή της ίσης μεταχείρισης (π.χ. βλ. ν.3304/2005, άρθρο 2), αλλά όχι με την αρχή της ίδιας μεταχείρισης.

(i) Για αρκετές δεκαετίες, η αρχή της ισότητας ήταν στη λογική της αρχής της ίδιας μεταχείρισης όλων των ανθρώπων. Δεν άργησαν όμως όλα τα κινήματα να διαπιστώσουν ότι οι νόμοι και οι πολιτικές για την προώθηση της ίδιας μεταχείρισης δεν ήταν σε θέση να επανορθώσουν τις υφιστάμενες ανισότητες. Η πραγματική ισότητα δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί στη λογική της ίδιας μεταχείρισης, βάσει της οποίας αυτό που τελικά απαιτούμε είναι τα «διαφορετικά» άτομα να πρέπει να προσαρμόζονται μονόπλευρα στα πρότυπα των «άλλων». Έγινε συνεπώς αντιληπτό από τα κινήματα για τα ίσα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του αναπηρικού κινήματος, ότι η αρχή της ισότητας θα πρέπει να ανακλά τον σεβασμό της διαφορετικότητας.

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη νέα προσέγγιση της αρχής της ισότητας, η σωστή βάση είναι: (i) η ίδια μεταχείριση ανθρώπων που βρίσκονται σε ίδια θέση και (ii) η ίση μεταχείριση ανθρώπων που βρίσκονται σε άνιση θέση (ώστε να επιτευχθεί το ίδιο, δηλαδή δίκαιο, αποτέλεσμα).

Εικόνα 2. Παράδειγμα για την αποσαφήνιση της αρχής της μη διάκρισης

Βάσει του ν.4443/2016 (βλ. άρθρο 2) αναγνωρίζονται διάφορα είδη διάκρισης τα οποία και απαγορεύονται στην απασχόληση και την εργασία:

*

α) ως «άμεση διάκριση» νοείται όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση,

β) ως «έμμεση διάκριση» νοείται όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα,

  • «έμμεση διάκριση» δεν υφίσταται, εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι πρόσφορα και αναγκαία, εάν τα μέτρα, που λαμβάνονται, είναι αναγκαία για την τήρηση της δημόσιας ασφάλειας, τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας, των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων ή όταν αφορά άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση και μέτρα που λαμβάνονται υπέρ αυτών, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος και το άρθρο 5 του παρόντος,

γ) η «παρενόχληση» νοείται ως διάκριση κατά την έννοια της παρ. 1, εφόσον σημειώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά που συνδέεται με ένα από τους λόγους του άρθρου 1 με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος,

δ) ως «διάκριση», νοείται επίσης, οποιαδήποτε εντολή για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος προσώπου για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1,

ε) ως «διάκριση λόγω σχέσης» νοείται η λιγότερη ευνοϊκή μεταχείριση ενός προσώπου λόγω της στενής του σχέσης με πρόσωπο ή πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου,

στ) ως «διάκριση λόγω νομιζόμενων χαρακτηριστικών» νοείται η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός προσώπου που εικάζεται ότι διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου,

ζ) ως «πολλαπλή διάκριση» νοείται οποιαδήποτε διάκριση, αποκλεισμός ή περιορισμός, σε βάρος προσώπου, που βασίζεται σε περισσότερους από έναν από τους ανωτέρω λόγους,

η) η «άρνηση εύλογων προσαρμογών» για τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση νοείται ως διάκριση,

θ) ως «εύλογες προσαρμογές» νοούνται οι απαραίτητες και κατάλληλες τροποποιήσεις, ρυθμίσεις και ενδεδειγμένα μέτρα, που απαιτούνται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστεί για τα άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις η αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες δεν επιβάλλουν δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος στον εργοδότη.


(!) Αν και ο παραπάνω νόμος, με τον οποίο ενσωματώθηκαν εκ νέου στην εθνική μας νομοθεσία οι Οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ, προσδιορίζει την Αρχή της Ίσης Μεταχείρισης και μη Διάκρισης αποκλειστικά στο πεδίο της απασχόλησης και της εργασίας, στην ουσία ανάλογη διάσταση (αν αντικαταστήσει κανείς την έννοια του εργοδότη με αυτή του πάροχου υπηρεσίας, διαχειριστή υποδομής, κ.λπ.) έχουμε σε όλους τους τομείς.

(!) Ειδικά, σύμφωνα με τη ΣΔΑΑ (βλ. ενότητα 1.2), η υποχρέωση παροχής εύλογων προσαρμογών δεν αφορά μόνο στον τομέα της απασχόλησης, αλλά και σε άλλους τομείς, όπως είναι η εκπαίδευση, η κατάρτιση, η διά βίου μάθηση, κ.λπ.

Με βάση τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες των Ηνωμένων Εθνών (βλ. άρθρο 2), ως «διάκριση λόγω αναπηρίας» νοείται:

*

οποιαδήποτε διάκριση, αποκλεισμό ή περιορισμό βάσει της αναπηρίας, η οποία έχει ως σκοπό ή επίπτωση να εμποδίσει ή να ακυρώσει την αναγνώριση, απόλαυση ή άσκηση, σε ίση βάση με τους άλλους, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, ατομικό ή οποιοδήποτε άλλο τομέα. Περιλαμβάνει όλες τις μορφές διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένης και της άρνησης παροχής εύλογης προσαρμογής.


(i) Η έρευνα του «Ειδικού Ευρωβαρόμετρου ‘Διακρίσεις στην ΕΕ το 2009’[1]», δείχνει ότι:

  • Η αναπηρία αποτελεί την τρίτη πιο διαδεδομένη μορφή διάκρισης στην ΕΕ.
  • Το 53% των Ευρωπαίων θεωρούν ότι η διάκριση λόγω αναπηρίας είναι διαδεδομένη στη χώρα τους.
  • Το 69% των 586 ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται ως άτομα με αναπηρία, έναντι του 53% των ευρωπαίων πολιτών, θεωρούν ότι η διάκριση λόγω αναπηρίας είναι διαδεδομένη στη χώρα τους.
  • Οι Ευρωπαίοι πολίτες σε ποσοστό 56%, έναντι 77% των Ελλήνων, πιστεύουν ότι η οικονομική κρίση θα οδηγήσει σε αύξηση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας στην αγορά εργασίας, κατατάσσοντάς την και πάλι στην τρίτη θέση μετά τη διάκριση λόγω ηλικίας (64%) και εθνοτικής καταγωγής (57%).

Εμπόδια

Τα «εμπόδια» αφορούν σε στοιχεία/χαρακτηριστικά ενός περιβάλλοντος (φυσικού και μη) που για κάποιους χρήστες ακυρώνουν ή περιορίζουν τη χρήση του.

Ως «φυσικό εμπόδιο» νοείται οτιδήποτε στο περιβάλλον, που είτε είναι μέρος φυσικού περιβάλλοντος (στοιχείο της φύσης) είτε είναι αποτέλεσμα ανεξέλεγκτης δραστηριότητας της φύσης και που ακυρώνει ή περιορίζει την αυτόνομη και ασφαλή διέλευση και πρόσβαση σε μια περιοχή ή σημείο του περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, ένας επικίνδυνος βράχος που μας εμποδίζει να φτάσουμε στη διπλανή παραλία ή ένας δρόμος που έχει πλημυρίσει επικίνδυνα κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας. Τα φυσικά εμπόδια μπορεί να είναι μόνιμα/σταθερά, αλλά και περιστασιακά (π.χ. λόγω καιρικών συνθηκών) ή περιοδικά (π.χ. σκοτάδι λόγω νύχτας).

Ως «εμπόδιο προσβασιμότητας» νοείται οτιδήποτε στο τεχνητό περιβάλλον που για κάποιους χρήστες ακυρώνει ή περιορίζει, αδικαιολόγητα και χωρίς να συντρέχει ουσιαστικός λόγος (π.χ. λόγω κακού σχεδιασμού), την ολοκληρωμένη χρήση του περιβάλλοντος σε ίση βάση με το υπόλοιπο κοινό (δηλ. με ανάλογη αυτονομία, ασφάλεια και άνεση).

(i) Για να γίνει κατανοητή η έννοια των εμποδίων προσβασιμότητας σε σχέση με την αναπηρία, αναφέρονται παρακάτω ενδεικτικά εμπόδια ανά κατηγορία αναπηρίας:

  • Τα άτομα με κινητικές αναπηρίες αντιμετωπίζουν δυσκολίες οφειλόμενες σε φυσικά, αρχιτεκτονικά και τεχνολογικά κυρίως εμπόδια, π.χ. σκαλοπάτια, έλλειψη χώρου για κίνηση και ελιγμούς (στενές πόρτες, χώροι υγιεινής μικρών διαστάσεων όπου δεν χωρά αναπηρικό αμαξίδιο, μικροί ανελκυστήρες κ.λπ.), ολισθηρότητα (γυαλισμένα μαρμάρινα δάπεδα, βρεμένα δάπεδα κ.λπ.), εμπόδια στα πεζοδρόμια (πινακίδες, υπαίθριοι εξοπλισμοί εμπόρων, τραπεζάκια καφενείων, σταθμευμένα οχήματα κ.λπ.), ακατάλληλα έπιπλα, μηχανισμοί που απαιτούν δύναμη στη χρήση, κ.λπ.
  • Τα άτομα με περιορισμούς όρασης αντιμετωπίζουν δυσκολίες κυρίως με την ενημέρωση/επικοινωνία και τη χρήση συσκευών, εξοπλισμών και βοηθημάτων, π.χ. όταν χρησιμοποιούνται μόνο συμβατικές έντυπες μορφές επικοινωνίες ή οπτική σήμανση (τιμοκατάλογοι, πίνακες δρομολογίων, σήμανση ασφαλείας κ.λπ.), όταν δεν προβλέπονται μεγάλοι χαρακτήρες και έντονες χρωματικές αντιθέσεις, αλλά και με τον προσανατολισμό τους στον χώρο, όταν π.χ. δεν προβλέπεται ειδική ανάγλυφη καθοδηγητική σήμανση ή εξειδικευμένο προσωπικό για να τους βοηθήσει.
  • Τα άτομα με περιορισμούς ακοής αντιμετωπίζουν δυσκολίες με την ενημέρωση (όταν π.χ. αυτή προβλέπεται μόνο με ηχητικά συστήματα και χωρίς παράλληλα να προβλέπονται και συστήματα οπτικής ενημέρωσης), με την επικοινωνία (όταν π.χ. δεν προβλέπεται διερμηνεία στη νοηματική γλώσσα ή συστήματα ενίσχυσης ήχου), καθώς και με τη χρήση συσκευών, εξοπλισμών και βοηθημάτων (πχ. όταν αυτά δεν διαθέτουν οπτική ειδοποίηση ή δόνηση και γενικά δεν είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους).
  • Τα άτομα με περιορισμούς αντίληψης αντιμετωπίζουν δυσκολίες, που οφείλονται κυρίως σε φυσικά, αρχιτεκτονικά και τεχνολογικά εμπόδια π.χ. σε περιπτώσεις ασαφούς και περίπλοκης σήμανσης, σε περιπτώσεις χώρων με πολύπλοκη διαρρύθμιση, σε περιπτώσεις εξοπλισμών με πολύπλοκες οδηγίες χρήσης.

(i) Οι διακρίσεις (θεσμικοί, ιδεολογικοί και κανονιστικοί φραγμοί) επηρεάζουν -όπως είναι κατανοητό- όλες τις κατηγορίες.


[1] Special Eurobarometer No 317 ‘Discrimination in the EU in 2009’/Directorate General Employment, Social Affairs and Equal Opportunities-European Commission.

Share
We use cookies to personalize content and to analyze our traffic. Please decide if you are willing to accept cookies from our website.