Οδηγός ΤΒ: Κεφάλαιο 4.10 (αναλυτική έκδοση)

Καθολικός Σχεδιασμός

Για πολλά χρόνια, η σχεδίαση του περιβάλλοντος (δομημένο περιβάλλον, υποδομές, προϊόντα, υπηρεσίες κ.λπ.) βασίστηκε στη λογική της «μια σχεδιαστική λύση για όλους» (one-size-fits-all approach) με βάση τις ανάγκες και προτιμήσεις του «μέσου χρήστη». Δηλαδή, δημιουργούσαμε και υλοποιήσουμε σχεδιασμούς για ένα χρήστη που βλέπει, ακούει και επικοινωνεί «κανονικά», που μπορεί να περπατήσει, να τρέξει, να σηκώσει και να μετακινήσει πράγματα, για έναν χρήστη μέσου ύψους, βάρους, κ.λπ.

Όμως, ο «μέσος χρήστης» ένα ιδεατό κατασκεύασμα, που δεν ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη ποικιλομορφία. Οι άνθρωποι διαφέρουν τόσο ως προς τα χαρακτηριστικά όσο και ως προς τις ικανότητές τους. Στοιχεία που αλλάζουν σημαντικά και στο κάθε άτομο ξεχωριστά κατά τη διάρκεια της ζωής του. Φυσικό επόμενο είναι, λοιπόν, τα προϊόντα αυτής της σχεδιαστικής προσέγγισης να μη μπορούν να απαντήσουν στις ανάγκες όλων των χρηστών και σε όλες τις φάσεις της ζωής τους.

Η ανάπτυξη διεθνώς των κινημάτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η οργάνωση και ενδυνάμωση των αναπηρικών κινημάτων τις δεκαετίες ’60 και ’70 και η επικράτηση του «κοινωνικού μοντέλου» της αναπηρίας –που, όπως προαναφέρθηκε, απαιτεί κοινωνικές αλλαγές και μετατροπές του περιβάλλοντος για τη διασφάλιση της πλήρους συμμετοχής των ατόμων με αναπηρία σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής- ανέδειξαν την ανάγκη αλλαγής της φιλοσοφίας σχεδίασης, ώστε να γίνονται εξίσου σεβαστές και οι ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και να διασφαλίζονται ισότιμα τα δικαιώματά τους.

Οι πρώτες προσπάθειες διαμόρφωσης καταλλήλων περιβαλλόντων και για τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία οδήγησαν στη λογική των παρεμβάσεων, που ουσιαστικά προσπαθούσαν να προσαρμόσουν υφιστάμενες υποδομές και συστήματα που είχαν σχεδιαστεί στη λογική της «μια σχεδιαστική λύση για όλους». Έτσι προωθήθηκε η ιδέα των «ειδικών προσαρμογών», είτε υπό τη μορφή των «εναλλακτικών λύσεων» (π.χ. δημιουργία παράπλευρης ράμπας) είτε υπό τη μορφή των «υποστηρικτικών προσαρμογών» (π.χ. εγκατάσταση αναβατορίου, τοποθέτηση σήμανσης σε braille), ως εκ των υστέρων κατασκευές/προσθήκες για την αποκατάσταση εμποδίων προσβασιμότητας και την παροχή πρόσβασης στα άτομα με αναπηρία. Αυτές οι πρώτες προσεγγίσεις επέφεραν αναμφίβολα σημαντικές βελτιώσεις.

Όμως, λόγω του ότι στο δομημένο περιβάλλον τα άτομα με κινητικές αναπηρίες και ιδιαίτερα τα άτομα σε αναπηρικά αμαξίδια είναι αυτά που συναντούν τα πιο απαγορευτικά εμπόδια άρχισε να διαμορφώνεται και για τα άτομα με αναπηρία η λογική του «μέσου χρήστη» στο μοντέλο του «χρήστη αναπηρικού αμαξιδίου». Για αρκετά χρόνια όσοι ασχολούνταν με την προσβασιμότητα σχεδίαζαν με βάση τον χρήστη αμαξιδίου θεωρώντας ότι όπου μπορεί να φτάσει αυτός και ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτός, μπορούν και υπόλοιποι χρήστες με αναπηρία. Χαρακτηριστικό είναι το σήμα που καθιερώθηκε διεθνώς για τη (φυσική) προσβασιμότητα (ένας άνθρωπος σε αναπηρικό αμαξίδιο). Στη λογική αυτή πρόκυψε και ως προσέγγιση του «σχεδιασμού με γνώμονα την αναπηρία» (disability-specific design), σχεδιάζοντας περιβάλλοντα ειδικά για άτομα με αναπηρία που είναι χωρίς εμπόδια (barrier free). Αρχικά για άτομα με κινητικές δυσκολίες και σταδιακά και για άλλους τύπους αναπηρίας (π.χ. για τυφλούς). Αυτές οι προσεγγίσεις πρόσφεραν, αν μη τι άλλο, γνώση για τις διάφορες ανάγκες των ατόμων με αναπηρίες. Αλλά, γενικά οδήγησαν και στη λογική των «ειδικών λύσεων», δίπλα και ξεχωριστά από αυτές για το ευρύ κοινό, ενισχύοντας τον στιγματισμό και τη διάκριση.

Τα άτομα με αναπηρία δεν αποτελούν μια ομοιογενή ομάδα. Ακόμη και μεταξύ των χρηστών αμαξιδίου υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τις ανάγκες και δυνατότητες. Το ίδιο και μεταξύ των ηλικιωμένων και των ατόμων μειωμένης κινητικότητας γενικότερα. Και βεβαίως οι ανάγκες των ατόμων με αναπηρία δεν περιορίζονται μόνο στο επίπεδο της κίνησης, αλλά επεκτείνονται σε επίπεδο ακοής, όρασης, αντίληψης κ.λπ. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι σε επίπεδο σχεδίασης ή θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες κάθε χρήστη ξεχωριστά αναπτύσσοντας ατομικά μοντέλα εξυπηρέτησης, πράγμα αδύνατο, ή ο σχεδιασμός θα πρέπει να αποκτήσει καθολικότητα και να ενσωματώσει στοιχεία που θα ικανοποιούν τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό χρηστών. Έτσι φτάνουμε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 στο μοντέλο του «Καθολικού Σχεδιασμού» που προωθείται και σήμερα, με στόχο όλοι να μπορούν να χρησιμοποιούν το ανθρωπογενές περιβάλλον με αυτόνομο και ισότιμο τρόπο.

(i) Ο Καθολικός Σχεδιασμός προέκυψε από προσεγγίσεις και εξελίξεις που είχαν προηγηθεί λίγα χρόνια πριν, όπως η λογική του «χωρίς εμπόδια», το ευρύτερο κίνημα προσβασιμότητας και ανάπτυξη της προσαρμοστικής και της υποστηρικτικής τεχνολογίας, σε μια προσπάθεια αυτές να συνδυαστούν και με την αισθητική ως αρχή. Σημαντική επίσης επιρροή στην ανάπτυξη του Καθολικού Σχεδιασμού ήταν και η ανάπτυξη σχεδιαστικών προσεγγίσεων που έθεταν στο επίκεντρο της σχεδίασης τον άνθρωπο/χρήστη (human-center design και user-centered design) λαμβάνοντας υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα (human factors) και τις ανάγκες των χρηστών από την αρχή της διαδικασίας σχεδιασμού - προσεγγίσεις που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για λόγους ασφάλειας, ευκολίας στη χρήση, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας, κ.λπ.

(i) Ο όρος «Καθολικός σχεδιασμός» επινοήθηκε από τον αρχιτέκτονα Ronald Mace για να περιγράψει την έννοια της σχεδίασης όλων των προϊόντων και του δομημένου περιβάλλοντος ώστε να είναι αισθητικά και να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό από τον καθένα, ανεξάρτητα από την ηλικία, τις ικανότητες ή την κατάστασή του στη ζωή. Ωστόσο, επειδή ορισμένα άτομα έχουν ασυνήθιστες ή αντικρουόμενες ανάγκες πρόσβασης, όπως ένα άτομο με χαμηλή όραση που χρειάζεται έντονο φως και ένα άτομο με φωτοφοβία που χρειάζεται χαμηλό φως, αναγνωρίσθηκε από νωρίς ότι ο «Καθολικός Σχεδιασμός» δεν καλύπτει απολύτως κάθε ανάγκη για κάθε άτομο σε κάθε περίσταση, και ότι ο όρος «καθολικός» δεν αποτυπώνει το αποτέλεσμα αλλά την πρόθεση.

(i) Ο όρος «Σχεδιασμός για όλους» (αγγλ. Design for all) χρησιμοποιήθηκε ευρέως, και χρησιμοποιείται πολύ και ως τις μέρες μας, ουσιαστικά ως συνώνυμο του «Καθολικού Σχεδιασμού».

Σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες των Ηνωμένων Εθνών (βλ. άρθρο 2 «Ορισμοί»):

*

Καθολικός Σχεδιασμός σημαίνει τη σχεδίαση προϊόντων, περιβαλλόντων, προγραμμάτων και υπηρεσιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από όλους τους ανθρώπους, στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση, χωρίς την ανάγκη για προσαρμογή ή εξειδικευμένη σχεδίαση. Ο «Καθολικός Σχεδιασμός» δεν θα πρέπει να αποκλείει τις βοηθητικές συσκευές για συγκεκριμένες ομάδες ατόμων με αναπηρία, όπου αυτό απαιτείται.

Ο Καθολικός Σχεδιασμός λαμβάνει υπόψη του την «προσβασιμότητα» και την «ευχρηστία» από την αρχή, πριν την κατασκευή, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο σημαντικά την ανάγκη για μετέπειτα μετατροπές/προσαρμογές. Στην ουσία, αν κανείς ακολουθήσει πιστά την προσέγγιση και τις αρχές του Καθολικού Σχεδιασμού, όταν ολοκληρώσουμε την κατασκευή δεν θα υπάρχουν προσαρμογές που θα μπορεί κανείς επινοήσει και να ενσωματώσει επιτυχώς για να καλύψει ιδιαίτερες ανάγκες χρηστών (εκτός αν στο μεταξύ προκύψουν νέες ανάγκες που δεν είχαν ληφθεί αρχικά υπόψη). Με άλλα λόγια, με τον τόπο αυτό, με τον Καθολικό Σχεδιασμό, ελαχιστοποιείται η ανάγκη για μετέπειτα προσαρμογές και κατ’ επέκταση το κόστος της επίτευξης της «προσβασιμότητας».

Οι 7 Αρχές του Καθολικού Σχεδιασμού αναπτύχθηκαν το 1997 από μια ομάδα εργασίας αρχιτεκτόνων, σχεδιαστών προϊόντων, μηχανικών και ερευνητών περιβαλλοντικού σχεδιασμού, με επικεφαλής τον Ronald Mace στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας (NCSU). Ο σκοπός των Αρχών είναι να καθοδηγήσουν το σχεδιασμό του περιβάλλοντος, των προϊόντων και των επικοινωνιών. Σύμφωνα με το Κέντρο Καθολικού Σχεδιασμού του NCSU, οι Αρχές «μπορούν να εφαρμοστούν για την αξιολόγηση των υπαρχόντων σχεδίων, την καθοδήγηση της διαδικασίας σχεδιασμού και την εκπαίδευση τόσο των σχεδιαστών όσο και των καταναλωτών σχετικά με τα χαρακτηριστικά των πιο χρηστικών προϊόντων και περιβαλλόντων».

*

Αρχές Καθολικού Σχεδιασμού

Ισοτιμία στη δυνατότητα χρήσης: Ο σχεδιασμός είναι ελκυστικός και χρήσιμος σε άτομα με διαφορετικές ικανότητες (δηλ. αποφεύγεται ο διαχωρισμός/στιγματισμός οποιωνδήποτε χρηστών, αλλά παρέχονται διαφορετικά μέσα όπου είναι απαραίτητο).

Προσαρμοστικότητα στη χρήση: Ο σχεδιασμός εξυπηρετεί ένα ευρύ φάσμα ατομικών προτιμήσεων και δεξιοτήτων (π.χ. υποστηρίζονται εναλλακτικές επιλογές χρήσης, προσαρμογή στους ρυθμούς του χρήστη, κ.λπ.).

Απλή και διαισθητική χρήση: Ο σχεδιασμός απλός στην κατανόηση, ανεξάρτητα από την εμπειρία, τις γνώσεις, τις δεξιότητες ή το επίπεδο συγκέντρωσης του χρήστη (π.χ. δεν είναι αδικαιολόγητα πολύπλοκος, είναι σύμφωνος με τις προσδοκίες και τη διαίσθηση του χρήστη).

Εύληπτη πληροφορία: Ο σχεδιασμός επικοινωνεί αποτελεσματικά τις αναγκαίες πληροφορίες στον χρήστη, ανεξάρτητα από τις συνθήκες περιβάλλοντος ή τις αισθητηριακές ικανότητές του χρήστη (π.χ. οι σημαντικές πληροφορίες επισημαίνονται και παρέχονται με διάφορους τρόπους).

Ανοχή στα λάθη: Ο σχεδιασμός ελαχιστοποιεί τους κινδύνους και τις αρνητικές συνέπειες από λανθασμένες ή ακούσιες ενέργειες του χρήστη (προειδοποιήσεις για κινδύνους/σφάλματα, εμφανείς οδηγίες επαναφορά μετά από σφάλματα, θωράκιση μη αναστρέψιμων ενεργειών, κ.ά.).

Λίγος κόπος: Ο σχεδιασμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς να απαιτείται η καταβολή υπέρμετρης/επιβλαβούς σωματικής και πνευματικής προσπάθειας (π.χ. ουδέτερη στάση σώματος, εύλογές απαιτήσεις απομνημόνευσης/συγκέντρωσης, κ.λπ.).

Κατάλληλες διαστάσεις και χώρος για προσέγγιση και χρήση: Ο σχεδιασμός προσφέρει επαρκείς επιφάνειες και χώρο για εύκολη αναγνώριση, προσέγγιση, πρόσβαση, χειρισμό και χρήση για όλο το εύρος χρηστών (σωματικές διαστάσεις, διαστάσεις του χρήστη μαζί με τον φέροντα εξοπλισμό/συνοδό του, ευκινησία σώματος και λειτουργικότητα άκρων, κ.λπ.).

Συμπεριληπτική σχεδίαση

Η χρήση του όρου «Καθολικός» σε σχέση με τον σχεδιασμός, από τεχνική άποψη, είναι ανακριβής αφού, όσο και το θέλει κανείς, είναι πρακτικά αδύνατον να καταφέρει στο τέλος να παραδώσει έναν σχεδιασμό που θα επιτυγχάνει πραγματικά να καλύπτονται οι πάντες, πλήρως και ισότιμα. Επιπλέον, ο «Καθολικός Σχεδιασμός», ως αρχές για τη σχεδίαση νέων περιβαλλόντων, αγαθών και υπηρεσιών, αναφέρεται στην ισότιμη χρήση και την ευελιξία στη χρήση, αλλά δεν αναδεικνύει επαρκώς τα συστατικά τους στοιχεία, δηλαδή τις «εναλλακτικές λύσεις» (βλ. ενότητα 4.5.1), τις «υποβοηθητικές λύσεις» (βλ. ενότητα 4.5.2) και τις «εύλογες προσαρμογές» (βλ. ενότητα 4.5.3). Επίσης, πέρα από τις ικανότητες και τις προτιμήσεις των χρηστών, την ίδια στιγμή υπάρχουν και άλλες διαστάσεις, ανθρώπινης και κοινωνικής φύσης, που επηρεάζουν την πρόσβαση ενός χρήστη στο περιβάλλον και στα επιμέρους στοιχεία που το συνθέτουν και που θα πρέπει να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στη σχεδίαση προκειμένου να διασφαλίζονται η αυτονομία, η αξιοπρέπεια και ασφάλεια στη χρήση. Για παράδειγμα, άλλοι καθοριστικοί παράγοντες είναι οι εξής: οικονομική κατάσταση, πολιτισμικές καταβολές, εκπαίδευση, εμπειρία, ηλικία, φύλο, γλώσσα, γεωγραφική θέση, ο εξοπλισμός του χρήστη, κ.ά.

Για τον λόγο αυτό, προωθείται πλέον περισσότερο η έννοια της «συμπερίληψης», ως η σύγχρονη και ολοκληρωμένη προσέγγιση που περιλαμβάνει τις αρχές τους Καθολικού Σχεδιασμού:

«Συμπεριληπτική σχεδίαση» (αγγλ. inclusive design) είναι η μεθοδολογική προσέγγιση σχεδίασης που επιδιώκει τη δικαιοσύνη, λαμβάνοντας υπόψη όλο το φάσμα της διαφορετικότητας ανάμεσα στους δυνητικούς χρήστες, και που καταλήγει όταν είναι απαραίτητο σε πολλαπλούς σχεδιασμούς (λύσεις), οι οποίοι είναι σε θέση να συνυπάρχουν, να συλλειτουργούν μεταξύ τους και να εξελίσσονται παράλληλα, και οι οποίοι συνδυαστικά προσφέρουν ελευθερία επιλογών και καθιστούν ανθρώπους με διάφορα ιστορικά και δεξιότητες, γενικές και ειδικές, ικανούς να πετύχουν τους στόχους τους.

Η βασική λογική της συμπεριληπτικής σχεδίασης ‒π.χ. ενός νέου περιβάλλοντος, μίας κτιριακής υποδομής, μίας διαδρομής, ενός συστήματος, ενός προϊόντος, μια υπηρεσίας‒ είναι, εν ολίγοις, η εξής:

  • Ξεκινάμε αναλύοντας όλες τις διαφορετικές ανάγκες και απαιτήσεις ανάμεσα στους δυνητικούς χρήστες (τι σκοπό μπορεί να έχει ο καθένας, τι εμπειρία, τι χαρακτηριστικά, τι βοηθήματα χρησιμοποιεί, τι γλώσσα μιλά/καταλαβαίνει, κ.λπ.) και ανάμεσα σε διαφορετικά πιθανά πλαίσια χρήσης (πότε, πού, πώς, με τι, με ποιους, σε τυχόν έκτακτες συνθήκες, κ.λπ. – βλ. υποσημείωση 126).

(i) Βασικό συστατικό για της συμπεριληπτικής σχεδίασης είναι η κατανόηση του εύρους των χαρακτηριστικών των χρηστών (ενδεικτικά: των διαστάσεων των χρηστών που σχετίζονται με τον χώρο, της σωματικής δύναμης και αντοχής των χρηστών, της ταχύτητας κίνησης και των κινήσεων των χρηστών, της οπτικής οξύτητας των χρηστών, της αντιληπτικής και επεξεργαστικής ικανότητας των χρηστών, της ικανότητας επικοινωνίας των χρηστών κ.ά.), καθότι μεταφράζονται σε απαιτήσεις πρόσβασης.

  • Στη συνέχεια, για τις διάφορες ανάγκες και πλαίσια χρήσης δημιουργούμε, με αρχές Καθολικού Σχεδιασμού, πιθανές σχεδιαστικές λύσεις (σχέδια) που είναι σε θέση να υποστηρίξουν ολοκληρωμένες «εμπειρίες χρήσης» (βλ. ενότητα 4.10).
  • Από αυτές επιλέγουμε τις πιο «καθολικές» και όσες μπορούν να συνυπάρχουν μαζί τους ως εσωτερικές «εναλλακτικές» (βλ. ενότητα 4.5.1 & υποσημείωση 108) ή «υποβοηθητικές» (βλ. ενότητα 4.5.2).

(i) Δηλαδή, γενικά επιδιώκουμε να διασφαλίσουμε ότι η ικανοποίηση των αναγκών μιας κατηγορίας χρηστών δεν αποκλείει την ικανοποίηση των αναγκών των υπολοίπων. Και όταν αναγκαζόμαστε να πρέπει να διαλέξουμε μεταξύ δυο ή περισσότερων λύσεων που απαντούν σε διαφορετικές ανάγκες και που δεν μπορούν στην πράξη να συνδυαστούν, θεωρούμε πάντα καλύτερη και επιλέγουμε αυτήν που βλάπτει[1] τους λιγότερους.

  • Για μαζικές ανάγκες[2] που δεν ήταν δυνατόν να καλυφθούν απευθείας μέσα από το σύστημα που σχεδιάσαμε, σχεδιάζουμε εξωτερικές «εναλλακτικές επιλογές» (βλ. ενότητα 4.5.1 και υποσημείωση 109).
  • Για μεμονωμένες ανάγκες[3] που δεν μπορούν να καλυφθούν από τα παραπάνω και που είναι πιθανές, θα πρέπει να σχεδιάσουμε (προβλέψουμε) τη δυνατότητα παροχής «εύλογων προσαρμογών» σε εξατομικευμένη βάση (βλ. ενότητα 4.5.3), όπως για παράδειγμα προβλέψεις για τη διάθεση «μορφών ζωντανής βοήθειας και ενδιαμέσων» (βλ. ενότητα 4.5.4), «βοηθημάτων» (βλ. ενότητα 4.5.5) ή/και «υποστηρικτικών τεχνολογιών» (βλ. ενότητα 4.5.6).
  • Δοκιμάζουμε/Επαληθεύουμε τις διαμορφωμένες προτάσεις μας με αντιπροσωπευτικούς χρήστες, πριν τις οριστικοποιήσουμε και περάσουμε στην υλοποίηση.

 Εικόνα 5. Συμπεριληπτική σχεδίαση για νέα και υφιστάμενα περιβάλλοντα, αγαθά και υπηρεσίες


[1] Δηλ. διαμορφώνει συνθήκες που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των χρηστών ή προσβάλουν την αξιοπρέπειά τους ή δεν τους επιτρέπουν να συνεχίσουν κανονικά (αυτόνομα) ή καθιστούν απαραίτητη τη οικειοθελή βοήθεια από τρίτους ή καθιστούν υποχρεωτική την αναζήτηση και χρήση μη προβλεπόμενου εξοπλισμού.

[2] Δηλαδή, ανάγκες που αφορούν σε μια ολόκληρη ομάδα χρηστών (π.χ. άτομα με γνωστικές αναπηρίες).

[3] Δηλαδή, ιδιαίτερα σπάνιες και εξειδικευμένες ανάγκες που απαιτούν εξατομικευμένη διαχείριση (π.χ. περιπτώσεις με πολλαπλές αναπηρίες).

Διάδωσέ το
Χρησιμοποιούμε cookies σε αυτόν τον ιστότοπο για την εξατομίκευση του περιεχομένου και την ανάλυση την επισκεψιμότητας. Παρακαλούμε, αποφασίστε εάν επιθυμείτε την αποδοχή των cookies στην ιστοσελίδα μας.